- αλκάλιο
- το(χημ.), το υδροξίδιο διάφορων μετάλλων και ιδιαίτερα του καλίου και του νατρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλκάλιο — το σπανίως αντί τού άλκαλι* … Dictionary of Greek
αλκοξείδια — τα Χημ. οργανικές ενώσεις που προκύπτουν με αντικατάσταση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τών αλκοολών από μέταλλο (κυρίως αλκάλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkoxide(s) < alkoxy (< alkoxyl, πρβλ. αλκοξύλιο) +… … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek
αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλιο: Πολλά μέταλλα είναι αλκαλιούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)